παντζάρι

παντζάρι
[пантзари] ουσ. о. свёкла.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παντζάρι" в других словарях:

  • παντζάρι — το 1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι 2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar] …   Dictionary of Greek

  • παντζάρι — το ιού (λ. τουρκ.), το κοκκινογούλι, το τεύτλο: Θα φάμε ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινογούλι — το παντζάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεύτλο — το κοκκινογούλι, παντζάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»